Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εργολάβος ο [erγolávos] Ο18 θηλ. εργολάβος [erγolávos] Ο35 στη σημ. 1 : 1.αυτός που αναλαμβάνει να εκτελέσει με δικά του μέσα και έναντι ορισμένης αμοιβής την εργασία που του αναθέτει κάποιος άλλος: Ένας ~ δημόσιων / δημοτικών έργων. Ο ~ οικοδομών. Mηχανικοί και εργολάβοι ευθύνονται για την αντοχή των κτιρίων. ~ κηδειών. 2. (παρωχ.) εραστής. 3. γλυ κό που γίνεται από κρόκο αυγών και αμύγδαλα.
[λόγ.: 1: αρχ. ἐργολάβος· 2: ίσως από την εικόνα του εργολάβου που περιτριγυρίζει μια οικοδομή· 3: (;)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Κριαρά]
- εργολάβος ο.
-
- Αυτός που αναλαμβάνει μια δουλειά:
- Περί τεχνιτών, χειροτέχνων, εργολάβων, κτιστών (Βακτ. αρχιερ. 181).
[αρχ. ουσ. εργολάβος. Η λ. και σήμ.]
- Αυτός που αναλαμβάνει μια δουλειά: