Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εργοδότης ο [erγoδótis] Ο10 θηλ. εργοδότρια [erγoδótria] Ο27 : (για φυσικό ή νομικό πρόσωπο) αυτός που προσλαμβάνει κπ. ως εργάτη, υπάλληλο κτλ.: Στην απεργία των εργαζομένων ο ~ απάντησε με λοκ άουτ. ~ των δημόσιων υπαλλήλων είναι το ίδιο το κράτος. || (πληθ.) η εργοδοσία: Οι εργοδότες υποσχέθηκαν αυξήσεις μισθών και ημερομισθίων.
[λόγ. < αρχ. ἐργοδότης `που αναθέτει εργασία΄ σημδ. γερμ. Arbeitgeber· λόγ. εργοδό(της) -τρια (πρβ. μσν. εργοδότρια `προϊσταμένη σε μοναστήρι΄)]