Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εργοδοσία η [erγoδosía] Ο25 : το σύνολο των εργοδοτών μιας κοινωνίας, χώρας κτλ.: Tα συμφέροντα της εργοδοσίας. H ~ ζητά περιορισμό του δικαιώματος της απεργίας. || (ιδ. για ορισμένη οικονομική επιχείρηση): H ~ μέσο της διεύθυνσης δίνει εντολές, ενώ οι εργαζόμενοι τις εκτελούν. || ο εργοδότης: Πότε θα πάρεις άδεια; - Θα εξαρτηθεί από την ~.
[λόγ. < ελνστ. ἐργοδοσία `ανάθεση εργασίας΄ κατά τη σημ. της λ. εργοδότης]