Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εργοδηγός ο [erγoδiγós] Ο17 : τεχνίτης που διαθέτει τα αναγκαία προσόντα για να διευθύνει μία ομάδα εργατών και ιδίως να επιβλέπει για τη σωστή εκτέλεση των εντολών του μηχανικού ή του αρχιτέκτονα: Είναι ~ σε έργα οδοποιίας / σε εργοστάσιο. Σχολή εργοδηγών. Δίπλωμα εργοδηγού.
[λόγ. εργ(ο)- + οδηγός μτφρδ. γαλλ. conducteur des travaux]