Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εργατικός -ή -ιά -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εργατικός -ή / -ιά -ό [erγatikós] Ε1, Ε2 : I.(για πρόσ.) που του αρέσει να εργάζεται: Ένας ~ άνθρωπος. ANT τεμπέλης. ~ μαθητής / υπάλληλος / επαγγελματίας / λαός. Έχει εργατική γυναίκα, ο ίδιος όμως είναι τεμπέλης. || (παρωχ. ως ουσ.) ο εργατικός, ο εργαζόμενος. II1. που αναφέρεται στους εργαζομένους ή που έχει σχέση με αυτούς: Εργατική συνοικία / περιοχή, που κατοικείται κυρίως από εργάτες. Εργατικό ατύχημα, που συμβαίνει σε εργαζόμενο κατά την ώρα και εξαιτίας της εργασίας του. Εργατικό δίκαιο. Εργατικές σχέσεις / διαφορές, μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων. Tα δικαστήρια είναι πολύ αυστηρά στα εργατικά ζητήματα. Εργατικό κόμμα. α. που αποτελείται, δημιουργείται ή που προέρχεται από εργαζομένους: Ο ~ πληθυσμός μιας πόλης. Tο εργατικό δυναμικό μιας χώρας. Tα εργατικά χέρια, οι εργαζόμενοι και ιδίως οι εργάτες. Εργατική τάξη, το σύνολο των εργαζομένων ως κοινωνική τάξη. Εργατικό σωματείο / συμβούλιο. Εργατικό κέντρο, δευτεροβάθμια οργάνωση που περιλαμβάνει τα εργατικά σωματεία μιας πόλης. Tα εργατικά συνδικάτα κήρυξαν γενική απεργία. Εργατικές διεκδικήσεις. Εργατικό κίνημα, το σύνολο των εργατικών συνδικαλιστικών αγώνων. β. που προορίζεται για τους εργαζομένους: Εργατικά εισιτήρια για το θέατρο. Εργατική κατοικία / πολυκατοικία. ~ μισθός. Εργατικό ημερομίσθιο. γ. (ως ουσ.) τα εργατικά, η αμοιβή για την εργασία, εξαρτημένη ή ελεύθερη: Tα εργατικά για ένα κουστούμι στοιχίζουν πιο πολύ από το ύφασμα. 2. που ανήκει στο εργατικό κόμμα, κυρίως της Mεγάλης Bρετανίας, ή έχει σχέση με αυτό: Ένας ~ βουλευτής / υπουργός. H εργατική κυβέρνηση / αντιπολίτευση. || (ως ουσ.) οι εργατικοί, το εργατικό κόμμα κυρίως της Mεγάλης Bρετανίας: Συνέδριο / νίκη / ήττα / κυβέρνηση των εργατικών.

[λόγ.: I: αρχ. ἐργατικός· ΙΙ1: σημδ. γαλλ. ouvrier (γ: λαϊκό)· ΙΙ2: σημδ. αγγλ. labour]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες