Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εργατιά η [erγatxá] Ο24 : (οικ.) σύνολο εργατών και ιδίως η εργατική τάξη: Πρωτομαγιά, η γιορτή της εργατιάς.
[εργάτ(ης) -ιά (διαφ. το μσν. εργατειά < ελνστ. ἐργατεία `δουλειά, ομάδα εργατών΄)]