Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εργαστηριακός -ή -ό [erγastiriakós] Ε1 : που έχει σχέση με το εργαστήριο, ιδίως το επιστημονικό: Εργαστηριακοί χώροι. Εργαστηριακές μέθοδοι. || που γίνεται σε εργαστήριο: ~ έλεγχος. Εργαστηριακές εργασίες / έρευνες / ασκήσεις. Εργαστηριακά μαθήματα / πειράματα.
εργαστηριακά ΕΠIΡΡ. [λόγ. εργαστήρι(ον) -ακός (πρβ. μσν. εργαστηριακός ίδ. ετυμ. `τεχνίτης΄)]