Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εργαστήριο το [erγastírio] Ο40 : κλειστός χώρος εφοδιασμένος με εργαλεία, όργανα κτλ. αναγκαία για την άσκηση ορισμένης πρακτικής δραστηριότητας, ιδίως: α. τεχνικής ή κατασκευαστικής: Tο ~ ενός τεχνίτη, όπου αυτός εργάζεται μόνος ή με βοηθούς. Ξυλουργικό / ηλεκτρολογικό ~. Tο ~ του φωτογράφου / του οδοντοτεχνίτη. Ένα ~ ραπτικής / ζαχαροπλαστικής. β. καλλιτεχνικής (ιδ. για εικαστικές τέχνες): Tο ~ του γλύπτη / του ζωγράφου. γ. επιστημονικής ή τεχνολογικής: Επιστημονικό ~. Tο ~ φυσικής / χημείας / ανατομίας / ψυχολογίας. Mικροβιολογικό ~. Πανεπιστημιακά εργαστήρια, για έρευνα ή για πρακτική άσκηση των φοιτητών: Διευθυντής / επιμελητής / βοηθός εργαστηρίου. || εργαστηριακό μάθημα: Aποκλείστηκε από τις πτυχιακές εξετάσεις, γιατί δεν είχε τελειώσει τα εργαστήρια.
[λόγ. < αρχ. ἐργαστήριον]
[Λεξικό Κριαρά]
- εργαστήριο(ν) το· αργαστήρι(ν)· εργαστήρι(ν).
-
- Εργαστήριο, (γενικά) βιοτεχνικό και εμπορικό κατάστημα:
- Περί εργαστηρίου, οπού πουλούν και αγοράζουν παν είδος (Βακτ. αρχιερ. 153).
[αρχ. ουσ. εργαστήριον. Ο τ. ‑ιν και τ. αργαστήριον στο LBG. Ο τ. αργαστήρι και σήμ. ιδιωμ. Η λ. (‑ιο) και ο τ. ‑ι και σήμ.]
- Εργαστήριο, (γενικά) βιοτεχνικό και εμπορικό κατάστημα: