Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εργασιακός -ή -ό [erγasiakós] Ε1 : που αναφέρεται στην εργασία: ~ χώρος. || Εργασιακές σχέσεις, που συνδέουν τον εργοδότη με τον εργαζόμενο. Εργασιακή ειρήνη.
[λόγ. εργασί(α) -ακός]