Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εργαλείον το· αργαλείον.
-
- 1)
- α) Εργαλείο:
- (Hagia Sophia ω 51818)·
- β) (μεταφ.) όργανο, μέσο:
- τα βιβλία είναι σύνεργα και εργαλεία της παιδεύσεως (Σοφιαν., Παιδαγ. 110).
- α) Εργαλείο:
- 2) Αντικείμενο:
- ερρίψαν πέτρες και άλλα αργαλεία (Μαχ. 4547).
- 3) Πολεμική μηχανή:
- γέφυρες, σκάλες είχασιν …, εργαλεί’ άλλα περισσά τα τείχη να χαλούσιν (Αχέλ. 865).
- 4) Κλύσμα:
- το απόζεμαν τούτου παράπεμψε … δι’ εργαλείου (Ιατροσόφ. 5521).
- 5) Αργαλειός:
- αργαλείον και ηλακάτην (Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ζ´ [479]).
[αρχ. ουσ. εργαλείον. Ο τ. στο LBG και στο Meursius. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- 1)