Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εργαλείο το [erγalío] Ο39 : 1.τεχνητό αντικείμενο, συνήθ. απλής κατασκευής, που χρησιμοποιείται κυρίως με το χέρι για την εκτέλεση ορισμένης εργασίας: Λίθινα / μεταλλικά εργαλεία. Mε την κατασκευή και τη χρήση εργαλείων ο άνθρωπος έκανε το πρώτο βήμα προς τον πολιτισμό. Iστορία των εργαλείων. ~ για κοπή ή κοπτικό ~. ~ για χάραξη ή χαρακτικό ~. Εργαλεία για κρούση / για σύσφιγξη / για μέτρηση. Xειρουργικά εργαλεία. 2. για οτιδήποτε θεωρείται απαραίτητο: Tο αυτοκίνητο για μένα είναι ~ για τη δουλειά μου όχι μέσο αναψυχής. Tο λεξικό είναι το ~ του μεταφραστή.
[λόγ. < αρχ. ἐργαλεῖον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εργαλειοθήκη η [erγalioθíki] Ο30 : ειδική θήκη για την τοποθέτηση εργαλείων.
[λόγ. < ελνστ. ἐργαλειοθήκη]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εργαλειομηχανή η [erγaliomixaní] Ο29 : κάθε μηχάνημα με το οποίο δίνουν ορισμένο σχήμα σε ένα υλικό (μέταλλο, ξύλο κτλ.) και κατασκευάζουν έτσι χρήσιμα αντικείμενα: Tόρνος, πλάνες, πρέσες και άλλες εργαλειομηχανές.
[λόγ. εργαλεί(ον) -ο- + μηχανή]
[Λεξικό Κριαρά]
- εργαλείον το· αργαλείον.
-
- 1)
- α) Εργαλείο:
- (Hagia Sophia ω 51818)·
- β) (μεταφ.) όργανο, μέσο:
- τα βιβλία είναι σύνεργα και εργαλεία της παιδεύσεως (Σοφιαν., Παιδαγ. 110).
- α) Εργαλείο:
- 2) Αντικείμενο:
- ερρίψαν πέτρες και άλλα αργαλεία (Μαχ. 4547).
- 3) Πολεμική μηχανή:
- γέφυρες, σκάλες είχασιν …, εργαλεί’ άλλα περισσά τα τείχη να χαλούσιν (Αχέλ. 865).
- 4) Κλύσμα:
- το απόζεμαν τούτου παράπεμψε … δι’ εργαλείου (Ιατροσόφ. 5521).
- 5) Αργαλειός:
- αργαλείον και ηλακάτην (Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ζ´ [479]).
[αρχ. ουσ. εργαλείον. Ο τ. στο LBG και στο Meursius. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- 1)