Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εργάτης ο [erγátis] Ο10 θηλ. εργάτρια [erγátria] Ο27 στις σημ. 1, 2 : 1α. αυτός που προσφέρει μισθωτή εργασία, κυρίως χειρωνακτική, και αμείβεται συνήθ. με ημερομίσθιο: ~ σε εργοστάσιο ή βιομηχανικός ~. Ένας ~ σε μεταλλείο / σε οικοδομή / σε βιοτεχνία. Tο ημερομίσθιο του ανειδίκευτου εργάτη. Ειδικευμένος ~. Πρόσληψη / απόλυση / απεργία εργατών. Εργάτες και υπάλληλοι. Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας. Εποχιακός ~. Aγροτικός ~ ή ~ γης. ~ της θάλασσας. Ξένοι εργάτες. β. αυτός που ασχολείται με ορισμένη πνευματική δραστηριότητα: ~ του πνεύματος, ο διανοούμενος. ~ του λόγου, ο λογοτέχνης. ~ της πένας, ο συγγραφέας. ~της τέχνης, ο καλλιτέχνης. ~ της επιστήμης, ο επιστήμονας. ~ της αρετής, ο ενάρετος άνθρωπος. 2. (θηλ.) ονομασία της μέλισσας που εκτελεί όλες τις εργασίες: Bασίλισσα, εργάτριες και κηφήνες. 3. (λαϊκότρ.) είδος βαρούλκου· αργάτης: Ο ~ του πλοίου / του ελαιοτριβείου.
[1: λόγ. < ελνστ. ἐργάτης, αρχ. σημ.: `γεωργός΄· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. ouvrière· 3: λόγ. επίδρ. στο αργάτης· λόγ. εργάτ(ης) -τρια]
[Λεξικό Κριαρά]
- εργάτης ο· αργάτης.
-
- 1)
- α) Εργάτης:
- έχων πολλούς μαστόρους και εργάτας (Χειλά, Χρον. 354)·
- β) (στη γεν. με αριθμητ. για τον υπολογισμό της έκτασης αμπελιού):
- ένα κομμάτι αμπέλι … ενάμιση εργάτη (Βαρούχ. 993-4).
- α) Εργάτης:
- 2) (Μεταφ.) δούλος, υποτακτικός:
- να ’ναι στην εξουσία σου, του λόγου σου εργάτες (Διγ. O 2650).
- 3) (Μεταφ.)
- α) υπηρέτης:
- οι του διαβόλου εργάται (Ιστ. Βατοπ. 39)·
- β) εκτελεστής:
- Εργάτη πάντων των καλών και της δικαιοσύνης (Κορων., Μπούας 41).
- α) υπηρέτης:
[αρχ. ουσ. εργάτης. Ο τ. στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- 1)