Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εραστής ο [erastís] Ο7 : 1α.άντρας που έχει παράνομες ή μη νομιμοποιημένες ερωτικές σχέσεις με ορισμένη γυναίκα· (πρβ. ερωμένη): Σκότωσε τον εραστή της γυναίκας του. Tην εγκατέλειψε ο ~ της. Ο ~ της λαίδης Tσάτερλι. Ο ~ κάποιου, για ομοφυλόφιλους. β. (σπάν.) άντρας που είναι ερωτευμένος με ορισμένη γυναίκα: Γίνε και πάλι ~ της γυναίκας σου. γ. άντρας που έχει πολύ έντονη ερωτική ζωή ή σεξουαλική δραστηριότητα: Παριστάνει τον εραστή. Λατίνος* ~. 2. (πληθ., για δύο πρόσ.) ερωτικό ζευγάρι: Tης ζητάει να γίνουν εραστές. 3. (μτφ.) αυτός που αισθάνεται πολύ μεγάλη αγάπη για κτ.· λάτρης: Είναι ~ της τέχνης / της επιστήμης / της τελειότητας. Ένας ~ του καλού και του ωραίου.
[λόγ. < αρχ. ἐραστής `που αγαπάει με πάθος΄ & σημδ. γαλλ. amant]