Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερασιτεχνισμός ο [erasitexnizmós] Ο17 : ιδιότητα που χαρακτηρίζει κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, ιδίως εργασιακή, όταν αυτή ασκείται: α. όχι ως επάγγελμα· (πρβ. επαγγελματισμός). β. όχι όπως πρέπει είτε λόγω άγνοιας είτε λόγω σκοπιμότητας: Είναι απαράδεκτος ο ~ που επικρατεί στη χώρα μας.
[λόγ. ερασιτέχν(ης) -ισμός μτφρδ. ιταλ. dilettantismo & γαλλ. amateur isme]