Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ερίφιο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερίφιο το [erífio] Ο40 : (λόγ.) κατσίκι. (έκφρ.) χωρίζω τα πρόβατα* από τα ερίφια.

[λόγ. < ελνστ. ἐρίφιον υποκορ. του αρχ. ἔριφος (ὁ, ἡ)]

[Λεξικό Κριαρά]
ερίφιον το· ερίφι· ερίφιν· ’ρίφι· ’ρίφιν.
  • Κατσικάκι:
    • τα ’ρίφια και τ’ αρνιά (Θυσ. 750).

[μτγν. ουσ. ερίφιον. Ο τ. ι στο Βλάχ. και ιν στο LBG. Οι τ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες