Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ερίφι
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
ερίφι το,
βλ. ερίφιον.
[Λεξικό Κριαρά]
εριφιακόν το· ’ριφιακόν.
  • Κρέας από μικρό κατσίκι:
    • (Μαχ. 5443).

[ουδ. του επιθ. εριφιακός (<ουσ. ερίφιν + κατάλ. ιακός) ως ουσ. Ο τ. και σήμ. κυπρ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερίφιο το [erífio] Ο40 : (λόγ.) κατσίκι. (έκφρ.) χωρίζω τα πρόβατα* από τα ερίφια.

[λόγ. < ελνστ. ἐρίφιον υποκορ. του αρχ. ἔριφος (ὁ, ἡ)]

[Λεξικό Κριαρά]
ερίφιον το· ερίφι· ερίφιν· ’ρίφι· ’ρίφιν.
  • Κατσικάκι:
    • τα ’ρίφια και τ’ αρνιά (Θυσ. 750).

[μτγν. ουσ. ερίφιον. Ο τ. ι στο Βλάχ. και ιν στο LBG. Οι τ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες