Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερήμωση η [erímosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ερημώνω: Πλήρης ~ των χωριών από τον πόλεμο και τη μετανάστευση.
[λόγ. < ελνστ. ἐρήμω(σις) -ση]