Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερέθισμα το [eréθizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ερεθίζω. 1α. κάθε φυσική αιτία, συνήθ. εξωτερική, που είναι ικανή να διεγείρει ορισμένο αισθητήριο όργανο και να δημιουργήσει έτσι το αντίστοιχο αίσθημα: Οπτικό / ακουστικό ~. Εξωτερικό / εσωτερικό ~. Mηχανικό / χημικό / ηλεκτρικό ~. β. (μτφ.) αίτιο ή κίνητρο που μπορεί να διεγείρει το ενδιαφέρον των ανθρώπων: Ο έπαινος / ο έρωτας ως ~ για δημιουργική δράση. 2. (προφ.) ο ερεθισμός σε όργανο ή σε τμήμα του σώματος.
[λόγ. < αρχ. ἐρέθισμα]