Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εράσμιος -α -ο [erázmios] Ε6 : (λόγ.) που είναι όμορφος και επομένως: α. ευχάριστος: Εράσμιο άνθος / άρωμα. β. (ιδ. για πρόσ.) θελκτικός και αξιαγάπητος: Ένας ~ νέος. Εράσμιο χαμόγελο.
[λόγ. < αρχ. ἐράσμιος]