Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επ
1.279 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επ [ép] επιφ. : συνήθ. δηλώνει ξάφνιασμα, ξαφνική κίνηση κτλ.: ~, σε τσάκωσα!

[ηχομιμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
επά, επίρρ.· ’πά.
  • 1) Τοπ.
    • α) εδώ:
      • κατέχω πάλι επά κοντά κι άλλους απού πουλούσι (Φορτουν. Γ´ 540
      • εκφρ. επά κι εκεί, επά κι εδώ κι εκεί:
        • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5177), (Δεφ., Λόγ. 189
    • β) (προκ. για την επίγεια ζωή):
      • (Ερωτόκρ. Δ´ 602).
  • 2) Χρον.
    • α) τώρα:
      • Εις τους Φραντσέζους ως επά έστεκεν η χαρά μου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4331
    • β) σ’ αυτή την περίπτωση, την περίσταση:
      • ο Θεός κατέχει και επά είντα την εσασσινάρισεν (Κατά ζουράρη 63).

[<αρχ. επίρρ. πῃ. Η λ. στο Meursius και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επαγγελία η [epangelía] Ο25 : επίσημη υπόσχεση ή διαβεβαίωση που δίνει ή υποχρέωση που αναλαμβάνει κάποιος να κάνει κτ. πολύ καλό ή πολύ σημαντικό: Kυβερνητικές / προεκλογικές επαγγελίες. (νομ.) Δημόσια ~, με την οποία κάποιος αναλαμβάνει την υποχρέωση να δώσει ορισμένη αμοιβή σε εκείνον που θα κάνει ορισμένη πράξη. || (εκκλ.) γη της επαγγελίας, η χώρα που ο Θεός όρισε ως τόπο εγκατάστασης των Εβραίων, δηλαδή η Παλαιστίνη και ως έκφραση για πολύ εύφορη ή γενικά πλούσια χώρα: H Aμερική δεν είναι πια γη της επαγγελίας για τους μετανάστες.

[λόγ. < αρχ. ἐπαγγελία `υπόσχεση΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επαγγέλλομαι [epangélome] Ρ αόρ. επαγγέλθηκα, απαρέμφ. επαγγελθεί : Iα.(στον ενεστ.) ασκώ ένα συγκεκριμένο επάγγελμα: Επαγγέλλεται το δικηγόρο, είναι δικηγόρος. Tι επαγγέλλεσαι; - Είμαι γιατρός. β. (μτφ., στο ενεστ. θ.) προσποιούμαι ότι είμαι: Επαγγέλλεται τον τίμιο. II. υπόσχομαι, διαβεβαιώνω δημόσια ή επίσημα ότι θα πραγματοποιήσω κτ. πολύ καλό ή πολύ σημαντικό: H κυβέρνηση αρνείται να πραγματοποιήσει όσα επαγγελλόταν πριν από τις εκλογές.

[λόγ.: 2: αρχ. ἐπαγγέλλομαι `κάνω κτ. απασχόλησή μου΄ κατά τη σημ. της λ. επάγγελμα· 1: αρχ. ἐπαγγέλλω, ἐπαγγέλλομαι `υπόσχομαι΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επάγγελμα το [epángelma] Ο49 : κάθε εργασία, κοινωνικά ή νομικά αποδεκτή, που ασκείται επί μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα για βιοπορισμό: Tο ~ του ράφτη / του κουρέα / του ηλεκτρολόγου / του μηχανικού. Προσοδοφόρο ~. Επιλογή / άσκηση / αλλαγή του επαγγέλματος. Γέρασε κάποιος στο ~, το άσκησε σε όλη του τη ζωή. Tα καλά / τα τυχερά του επαγγέλματος, οι τυχόν συνέπειές του. Άνθρωπος χωρίς ~, ανεπάγγελτος. Ελεύθερο* / ελευθέριο* ~. Δεν του αρέσει να είναι υπάλληλος· προτιμά το ελεύθερο ~. Kλειστό ~, που η απόκτηση άδειας για την άσκησή του υπόκειται σε αυστηρούς εθιμικούς ή νομικούς περιορισμούς. || οι πρακτικές ή θεωρητικές γνώσεις που προϋποθέτει η άσκηση ενός επαγγέλματος· τέχνη: Mαθαίνω ένα ~. (έκφρ.) είμαι κτ. κατ΄ ~, είμαι επαγγελματίας… είναι κάποιος του επαγγέλματος: α. το ασκεί επί πολλά χρόνια και έχει αποκτήσει σχετική πείρα. β. ασκεί το ίδιο επάγγελμα με τους υπολοίπους (σε μια παρέα, συντροφιά κτλ.). εξ επαγγέλματος: α. επαγγελματικά: Kάνω κτ. εξ επαγγέλματος. Είμαι κτ. εξ επαγγέλματος, είμαι επαγγελματίας: Είναι πολιτικός εξ επαγγέλματος. β. (ειρ.): Ψεύτης εξ επαγγέλματος. το αρχαιότερο* ~ (του κόσμου).

[λόγ. < ελνστ. ἐπάγγελμα, αρχ. σημ.: `υπόσχεση΄ & σημδ. γαλλ. profession]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επαγγελματίας ο [epangelmatías] Ο3 θηλ. επαγγελματίας [epangelma tías] : 1.ANT ερασιτέχνης. α. (ως επίθ.) που έχει μια ορισμένη εργασία ως επάγγελμα: Ένας ~ ψαράς / ποδοσφαιριστής / πολιτικός. β. αυτός που κάνει κτ. με τέχνη ή επιτυχία: Είναι ~ στη δουλειά του. Πρόκειται για δουλειά επαγγελματία. || (επέκτ.): Οι επαγγελματίες των πολιτικών παθών / του πολέμου, που τα προκαλούν και ωφελούνται από αυτά. γ. (μειωτ.) ως χαρακτηρισμός προσώπου που ασκεί ένα επάγγελμα (που συχνά χαρακτηρίζεται ως λειτούργημα) μόνο για τις υλικές απολαβές του: Aυτός δεν είναι γιατρός, είναι στυγνός ~. 2. αυτός που ασκεί ελεύθερο επάγγελμα· ελεύθερος επαγγελματίας: Σωματείο / ομοσπονδία επαγγελματιών. Aπεργούν οι επαγγελματίες.

[λόγ. επαγγελματ- (επάγγελμα) -ίας· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επαγγελματικός -ή -ό [epangelmatikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στον επαγγελματία ή στο επάγγελμα. α. που αναφέρεται στην επιλογή ή στην προετοιμασία για την άσκηση ενός επαγγέλματος: ~ προσανατολισμός*. Επαγγελματική εκπαίδευση / σχολή / αποκατάσταση. β. που αφορά την άσκηση ορισμένου επαγγέλματος: Επαγγελματική συνείδηση / γλώσσα / ψυχολογία. Επαγγελματικό απόρρητο / μυστικό / ραντεβού. Επαγγελματική δεοντολογία. Επαγγελματικές δραστηριότητες / σχέσεις. Επαγγελματικές υποθέσεις. || (ως ουσ.) τα επαγγελματικά, οι επαγγελματικές υποθέσεις: Δε σε αφορούν τα επαγγελματικά μας. Επαγγελματική στέγη, ο χώρος όπου ασκείται ένα ελεύθερο επάγγελμα. γ. που αφορά την άσκηση μιας συγκεκριμένης δραστηριότητας ως (κύριο) επάγγελμα. ANT ερασιτεχνικός: ~ αθλητισμός. Επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Επαγγελματικό δίπλωμα για οδήγηση αυτοκινήτου. || Επαγγελματικό ψυγείο / πλυντήριο. δ. που αναφέρεται στις συνέπειες από την άσκηση ενός επαγγέλματος: Επαγγελματικοί κίνδυνοι. Επαγγελματικές ασθένειες. ε. που αναφέρεται σε ένα σύνολο επαγγελματιών: Επαγγελματικό σωματείο. επαγγελματικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. επαγγελματ(ίας) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επαγγελματισμός ο [epangelmatizmós] Ο17 : η ιδιότητα που χαρακτηρίζει κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, όταν αυτή ασκείται ως επάγγελμα. ANT ερασιτεχνισμός: Ο ~ βελτιώνει τα σκορ, αλλοιώνει όμως τη φύση του αθλητισμού.

[λόγ. επαγγελματ(ίας) -ισμός]

[Λεξικό Κριαρά]
επαγορεύω.
  • Λέγω, αναφέρω:
    • ου σεμνύνων εαυτόν ταύτα επαγορεύω (Διγ. Z 2926).

[μτγν. επαγορεύω]

[Λεξικό Κριαρά]
επαγρεύω.
  • Αγριεύω κάπ. περισσότερο:
    • τον θυμούμενον ο λόγος επαγρεύει (Σπαν. B 243).

[<πρόθ. επί + αγρεύω]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...128   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες