Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επώαση η [epóasi] Ο33 : (βιολ.) το σύνολο της διαδικασίας από τη γονιμοποίηση ενός αυγού ως την εκκόλαψη του νεοσσού: Διάρκεια / θερμοκρασία της επώασης. α. (για πτηνό) κλώσημα: Φυσική / τεχνητή ~. β. (ιατρ. για παθογόνα μικρόβια) η διαδικασία από την είσοδό τους στον οργανισμό ως την εκδήλωση της νόσου: Tο στάδιο της επώασης. H διάρκεια της επώασης ποικίλλει από νόσο σε νόσο.
[λόγ. < αρχ. ἐπῴα(σις) -ση & σημδ. γαλλ. incubation]