Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επόπτης ο [epóptis] Ο10 θηλ. επόπτρια [epóptria] Ο27 : αυτός που τον έχουν ορίσει για να εποπτεύει κτ.: Kαθήκοντα του επόπτη. || (ως βαθμός, τίτλος ή αξίωμα): Ο ~ δημοτικής / μέσης εκπαίδευσης. || (στρατ.) αξιωματικός επιφορτισμένος με την ασφάλεια στρατοπέδου ή μεγάλης μονάδας: ~ στατοπέδου / ταξιαρχίας. || (αθλ.) ~ (γραμμών), κυρίως στο ποδόσφαιρο, καθένας από τους δύο βοηθούς του διαιτητή με κύριο έργο να ελέγχει αν η μπάλα βγήκε έξω από τις γραμμές του γηπέδου.
[λόγ. < αρχ. ἐπόπτης `που παρατηρεί από ψηλά, ο μυημένος στον ανώτατο βαθμό των ελευσίνιων μυστηρίων΄ σημδ. γαλλ. inspecteur· λόγ. επόπ(της) -τρια]