Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επωφελούμαι [epofelúme] Ρ10.9β : ωφελούμαι χρησιμοποιώντας ή αξιοποιώντας τις δυνατότητες, τις ευκαιρίες κτλ. που μου παρουσιάζονται για να επιτύχω, για να πραγματοποιήσω κτ.: ~ από τις περιστάσεις / τις γνωριμίες. Είχε πολλούς γνωστούς στην κυβέρνηση δε θέλησε όμως να (το) επωφεληθεί. Επωφελήθηκε από την παραμονή του στην Aγγλία, για να βελτιώσει τα αγγλικά του. Tο Σαββατοκύριακο θα επωφεληθώ για να ξεκουραστώ. || (λόγ., με γεν.): ~ των περιστάσεων.
[λόγ. μέσο του ελνστ. παθ. ἐπωφελοῦμαι `δέχομαι βοήθεια΄ (αρχ. ἐπωφελῶ `βοηθώ΄) σημδ. γαλλ. profiter]