Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επωφελής -ής -ές
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επωφελής -ής -ές [epofelís] Ε10 : που ωφελεί κπ. ή κτ.· ωφέλιμος. ANT ανωφελής: H συμφωνία θεωρείται ~ και για τις δύο πλευρές. επωφελώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἐπωφελής, ἐπωφελῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες