Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επωάζω [epoázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω επώαση. || (για πτηνό) κλωσώ: H κότα επωάζει τα αυγά της επί τρεις περίπου εβδομάδες. || (ιατρ.): Επωάζεται το μικρόβιο.
[λόγ. < αρχ. ἐπῳάζω & κατά τη σημ. της λ. επώαση]