Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επταώροφος -η -ο [eptaórofos] & εφταώροφος -η -ο [eftaórofos] Ε5 : (ιδ. για κτίριο) που έχει εφτά ορόφους: Επταώροφη πολυκατοικία. || (ως ουσ.) το επταώροφο & το εφταώροφο, οικοδομή με εφτά ορόφους.
[λόγ. επτα- + -ώροφος (πρβ. ελνστ. ἑπτώροφος ίδ. σημ.)· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] κατά το επτά > εφτά]