Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επταήμερος -η -ο [eptaímeros] & εφταήμερος -η -ο [eftaímeros] Ε5 : που διαρκεί επί εφτά συνεχείς ημέρες: Επταήμερη παράταση / εκδρομή. || (ως ουσ.) το επταήμερο & το εφταήμερο, χρονικό διάστημα εφτά ημερών.
[λόγ. < ελνστ. ἑπταήμερος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] κατά το επτά > εφτά]