Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επτάωρος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επτάωρος -η -ο [eptáoros] & εφτάωρος -η -ο [eftáoros] Ε5 : που διαρκεί εφτά ώρες: Επτάωρη μάχη / εργασία / ανάπαυση. || (ως ουσ.) το εφτάωρο, χρονικό διάστημα εφτά ωρών ιδίως ως ημερήσιος χρόνος απασχόλησης ενός μισθωτού ή σύνολο εφτά διδακτικών ωρών.

[λόγ. επτα- + ώρ(α) -ος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] κατά το επτά > εφτά (διαφ. το ελνστ. ἑπτάωρος `που διαρκεί εφτά ημέρες΄ για τις φάσεις της σελήνης)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες