Παράλληλη αναζήτηση
42 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επτά, αριθμητ.· εφτά· ’πτά.
-
- Εφτά:
- (Ασσίζ. 34227).
[αρχ. αριθμητ. επτά. Ο τ. εφτά στο Βλάχ. και σήμ. Η λ. και σήμ.]
- Εφτά:
- επτα- [epta] & εφτα- [efta] & επτ- [ept], σπάνια όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a], & επτά- [eptá] ή εφτά- [eftá] ή έπτ- [épt], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετα συνήθ. επίθετα και τα παράγωγά τους· 1. δηλώνει ότι: α. το προσδιοριζόμενο έχει εφτά από τα στοιχεία που εκφράζει το β' συνθετικό: επτάγωνος, επτάεδρος, ~μελής, επτάστερος, επτάστιχος, ~σύλλαβος, επτάτομος, επτάχορδος. β. το προσδιοριζόμενο διαρκεί επί επτά συνεχείς χρονικές μονάδες (που εκφράζονται από το β' συνθετικό): ~ετής, εφταήμερος, επτάλεπτος· εφτάλεπτο, επτάμηνο, εφτάωρο· ~ετία· εφτάχρονος, για πρόσωπο με ηλικία εφτά χρόνων. γ. γίνεται, είναι ή επαναλαμβάνεται εφτά φορές αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: εφτάδιπλος, ~πλάσιος, ~πλασιάζω. || έπταθλο. 2. επιτείνει την ιδιότητα ή γενικά τη σημασία που εκφράζει το β' συνθετικό σχηματίζοντας σύνθετο υπερθετικό του· πεντα-2: εφτάγερος, πάρα πολύ γερός· ~σφράγιστος, πάρα πολύ καλά σφραγισμένος.
[1: λόγ. < αρχ. ἑπτ(α)- θ. του αριθμτ. ἑπτά ως α' συνθ.: αρχ. ἑπτά-χορδος, ἑπτα-ετία `διάρκεια ή ηλικία εφτά χρόνων΄, ἑπτα-πλάσιος, ελνστ. ἑπτα-πλασιάζω, ἑπτά-λοφος (για τη Ρώμη, μσν. για την Κωνσταντινούπολη) & διεθ. hepta- < αρχ. ἑπτα-: επτά-εδρο < γαλλ. heptaèdre· 2: από παλιότερες μαγικές αντιλήψεις για τον αριθμό 7: ελνστ. ἑπτά-φωτος λυχνία, μσν. επτά-σοφος τέχνη (η μαγεία)· μσν. εφτα- < επτα- με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] : δες στο επταπλάσιος]
- επταγωνικός -ή -ό [eptaγonikós] & εφταγωνικός -ή -ό [eftaγonikós] Ε1 : που είναι ή μοιάζει με επτάγωνο.
[λόγ. < ελνστ. ἑπταγωνικός· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] κατά το επτά > εφτά]
- επτάγωνος -η -ο [eptáγonos] & εφτάγωνος -η -ο [eftáγonos] Ε5 : (για γεωμετρικό σχήμα) που έχει εφτά γωνίες. || (ως ουσ.) το επτάγωνο & το εφτάγωνο, γεωμετρικό σχήμα με εφτά γωνίες και εφτά πλευρές.
[λόγ. < ελνστ. ἑπτάγωνος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] κατά το επτά > εφτά]
- επτάδυμος -η -ο [eptáδimos] & εφτάδυμος -η -ο [eftáδimos] Ε5 : που γεννήθηκε μαζί με άλλα έξι αδέρφια από την ίδια εγκυμοσύνη: Επτάδυμα γατάκια. || (ως ουσ.): Γέννησε επτάδυμα / εφτάδυμα.
[λόγ. < αρχ. ἑπτάδυμος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] κατά το επτά > εφτά]
- επτάεδρος -η -ο [eptáeδros] & εφτάεδρος -η -ο [eftáeδros] Ε5 : (για γεωμετρικό σώμα) που έχει εφτά επιφάνειες. || (ως ουσ.) το επτάεδρο & το εφτάεδρο, γεωμετρικό σώμα με εφτά έδρες.
[λόγ. < γαλλ. heptaèdre < hepta- = επτα- + ἕδρ(α) -e = -ος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] κατά το επτά > εφτά]
- επταετής -ής -ές [eptaetís] Ε10 : 1.που διαρκεί εφτά χρόνια: Ο ~ πόλεμος. Επταετές συμβόλαιο, που ισχύει για εφτά χρόνια. 2. (λόγ., για πρόσ.) που έχει ηλικία εφτά ετών· εφτάχρονος.
[λόγ. < αρχ. ἑπταετής]
- επταετία η [eptaetía] & εφταετία η [eftaetía] Ο25 : χρονικό διάστημα εφτά συνεχών ετών: Στη Γαλλία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται για μία ~. H πρώτη / δεύτερη ~ του προέδρου. H ~ (της χούντας), για τη δικτατορία του 1967.
[λόγ. < αρχ. ἑπταετία· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] κατά το επτά > εφτά]
- επταήμερος -η -ο [eptaímeros] & εφταήμερος -η -ο [eftaímeros] Ε5 : που διαρκεί επί εφτά συνεχείς ημέρες: Επταήμερη παράταση / εκδρομή. || (ως ουσ.) το επταήμερο & το εφταήμερο, χρονικό διάστημα εφτά ημερών.
[λόγ. < ελνστ. ἑπταήμερος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] κατά το επτά > εφτά]
- έπταθλο το [éptaθlo] Ο40 : (αθλ.) σύνθετο αγώνισμα για γυναίκες που αποτελείται από επτά χωριστά αγωνίσματα: Nικήτρια στο ~.
[λόγ. επτ(α)- + άθλ(ος) -ον κατά το πένταθλον]