Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επούλωση η [epúlosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επουλώνω: Ο χειρούργος χρησιμοποίησε ειδικά ράμματα που απορροφώνται κατά την ~. H ~ των πληγών του πολέμου / του χωρισμού.
[λόγ. < ελνστ. ἐπούλω(σις) -ση]