Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εποφθαλμιώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εποφθαλμιώ [epofθalmió] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 (μόνο στο ενεστ. θ.) : επιθυμώ έντονα κτ. και συγκαλυμμένα προσπαθώ να το αποκτήσω: Εποφθαλμιά τη θέση του διευθυντή. Συνηθίζουμε να εποφθαλμιούμε τα αγαθά των άλλων.

[λόγ. < ελνστ. ἐποφθαλμιῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες