Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επουράνιος -α -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
επουράνιος, επίθ.
  • Έκφρ. άρτος επουράνιος = ευλογία του Θεού:
    • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 401v).

[αρχ. επίθ. επουράνιος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επουράνιος -α -ο [epuránios] Ε6 : που βρίσκεται στον ουρανό, συνήθ. ως υποτιθέμενο χώρο κατοικίας του Θεού: Ο ~ πατέρας, ο Θεός. Οι επουράνιες δυνάμεις. || (ως ουσ.) τα επουράνια*.

[λόγ. < αρχ. ἐπουράνιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες