Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επουλώνω [epulóno] -ομαι Ρ1 : 1.(για πληγή ή για τραύμα) κάνω να κλείσει, να θεραπευτεί: Aλοιφή που επουλώνει γρήγορα τις πληγές. Tα τραύματα επουλώθηκαν γρήγορα και ελπίζουμε ότι σε λίγες ημέρες ο τραυματίας θα πάρει εξιτήριο. Παλιό επουλωμένο έλκος στομάχου. 2. (μτφ. για κτ. κακό που συνέβη) περιορίζω τις συνέπειες, το εξαφανίζω σιγά σιγά: Ο χρόνος επουλώνει κάθε ψυχικό τραύμα. Nα επουλώσουμε τις πληγές που ο πόλεμος / ο εμφύλιος σπαραγμός άνοιξε στη χώρα.
[λόγ. < αρχ. ἐπουλ(ῶ) -ώνω]