Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εποπτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εποπτικός -ή -ό [epoptikós] Ε1 : που έχει σχέση με την εποπτεία. 1. που έχει σχέση με την επίσημη παρακολούθηση, τον έλεγχο: Εποπτικά καθήκοντα. || που ασκεί εποπτεία: Tο εποπτικό συμβούλιο του συνεταιρισμού ελέγχει τις πράξεις του διοικητικού συμβουλίου. 2. που έχει σχέση ή αναφέρεται στη γνώση που προέρχεται από τις αισθήσεις: Tο εποπτικό υλικό που αποθησαυρίζεται στη συνείδηση. Εποπτική διδασκαλία, που απευθύνεται κυρίως στις αισθήσεις. Εποπτικά μέσα διδασκαλίας. εποπτικά ΕΠIΡΡ κυρίως στη σημ. 2.

[λόγ. < αρχ. ἐποπτικός `που αναφέρεται σε μυημένο στα ελευσίνια μυστήρια΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. εποπτεία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go