Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εποπτεύω [epoptévo] -ομαι Ρ5.1 : 1.παρακολουθώ, ελέγχω επίσημα αν κτ. είναι ή λειτουργεί όπως πρέπει: Iδρύματα και οργανισμοί που δε διοικούνται, απλώς εποπτεύονται από το κράτος. Ο καθηγητής που εφημερεύει εποπτεύει την τήρηση της τάξης κατά την ώρα του διαλείμματος. 2. (σπάν.) παρατηρώ, εξετάζω: Πήρε το τηλεσκόπιο και επόπτευσε τον ορίζοντα.
[λόγ. < αρχ. ἐποπτεύω]