Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εποικοδομή
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
εποικοδομή η.
  • Έκφρ. οίκων εποικοδομαί = σπίτια:
    • (Βίος Αλ. 4793).

[μτγν. ουσ. εποικοδομή]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εποικοδόμημα το [epikoδómima] Ο49 : το σύνολο των δευτερογενών στοιχείων κάθε κοινωνίας, των θεσμών, αρχών, ιδεών, τα οποία σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία εξαρτώνται από την υλική και οικονομική της διάρθρωση: Bάση και ~. Συζητούν αν το κράτος ανήκει στη βάση ή στο ~. || το καθένα από τα στοιχεία αυτά: Πνευματικό / ηθικό / ιδεολογικό / νομικό / πολιτικό / θεσμικό ~.

[λόγ. < ελνστ. ἐποικοδόμημα `οικοδομή χτισμένη πάνω σε άλλη΄ σημδ. γαλλ. superstructure]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εποικοδομητικός -ή -ό [epikoδomitikós] Ε1 : που συντελεί στην επιθυμητή ή στη σωστή εξέλιξη ορισμένης διαδικασίας: Ένας ~ διάλογος. Εποικοδομητική κριτική. H διαφορά δεν επιλύθηκε, αλλά η σχετική συζήτηση ήταν πολύ εποικοδομητική. εποικοδομητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἐποικοδομη- (ἐποικοδομῶ) `χτίζω επάνω΄ -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες