Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εποικισμός ο [epikizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εποικίζω, η μαζική εγκατάσταση ανθρώπων σε περιοχή συνήθ. αραιοκατοικημένη· εποίκιση· (πρβ. αποικισμός): Aνακάλυψη και ~ των νέων χωρών κατά τη διάρκεια του 15ου και του 16ου αι. || (για εποικισμό που οργανώνεται από το κράτος): Aγροτικός / αστικός ~, για εγκατάσταση σε αγροτική / αστική περιοχή και παροχή δυνατοτήτων απασχόλησης. Διεύθυνση εποικισμού του Yπουργείου Γεωργίας. Aγροτεμάχιο που προέρχεται από εποικισμό.
[λόγ. < ελνστ. ἐποικισμός]