Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιχρυσώνω [epixrisóno] -ομαι Ρ1 : καλύπτω την επιφάνεια ενός αντικειμένου με λεπτό στρώμα χρυσού· κάνω επιχρύσωση: Tο δαχτυλίδι δεν είναι χρυσό· είναι επιχρυσωμένο.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιχρυσ(ῶ) -ώνω]