Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιχειρώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιχειρώ [epixiró] -είται Ρ10.9 : προσπαθώ να κάνω κτ.: Ό,τι επιχείρησε στη ζωή του το πέτυχε. Επιχείρησε να δραπετεύσει αλλά τον έπιασαν. Mην επιχειρείς τα αδύνατα. || (παθ.) για κτ. που γίνεται προσπάθεια να πραγματοποιηθεί: Στο βιβλίο αυτό επιχειρείται όχι απλή παρουσίαση αλλά σε βάθος ανάλυση του θέματος. || (για κτ. δύσκολο ή σημαντικό): Θα επιχειρήσει ένα μεγάλο ταξίδι. Tο επιχειρούμενο έργο.

[λόγ. < αρχ. ἐπιχειρῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
επιχειρώ· επιχερώ· ’πιχειρώ.
  • α) Αρχίζω:
    • επιχειρεί την κίνησιν, επιχειρεί την μάχην (Καλλίμ. 1049· Θησ. (Foll.) I 84
  • β) επιχειρώ:
    • (Ιμπ. (Legr.) 186).

[αρχ. επιχειρέω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες