Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιχειρηματικός -ή -ό [epixirimatikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον επιχειρηματία ή την οικονομική επιχείρηση: Επιχειρηματική δραστηριότητα. ~ κίνδυνος. Επιχειρηματικό εισόδημα. α. που αποτελείται από επιχειρηματίες: Επιχειρηματικές ενώσεις. Ο ~ κόσμος μιας χώρας / μιας πόλης. β. που χαρακτηρίζει τον επιχειρηματία: ~ άνθρωπος. ~ νους. Επιχειρηματικό πνεύμα / δαιμόνιο.
[λόγ. επιχειρηματ(ίας) -ικός (διαφ. το αρχ. ἐπιχειρηματικός `που αναφέρεται στη διαλεκτική΄)]