Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιχειρηματίας ο [epixirimatías] Ο3 θηλ. επιχειρηματίας [epixirimatías] : ο ιδιοκτήτης μιας οικονομικής επιχείρησης: Mικρός / μεσαίος / μεγάλος ~. Aπό απλός υπάλληλος έγινε επιτυχημένος ~. Σήμερα ο παλιός ~ έχει αντικατασταθεί από την εταιρεία.
[λόγ. < αρχ. ἐπιχειρηματ- (ἐπιχείρημα) στη σημ.: `προσπάθεια, επιχείρηση΄ -ίας μτφρδ. γαλλ. entrepreneur· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]