Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- επιχειρίζομαι· ’πιχειρίζομαι· ’πιχερίζομαι.
-
- 1)
- α) Επιχειρώ:
- να ’πιχειρισθεί τον Τούρκον να μερώσει (Ιστ. Βλαχ. 1101)·
- σ’ ό,τι επιχειρίστηκε χρειά ’τονε να πετύχει (Βεντράμ., Φιλ. 128)·
- το επιχειρισθέν έργον (Δούκ. 1558)·
- β) αρχίζω:
- λόγους επιχειρίστηκεν, τους άρχοντας ελάλει (Διήγ. Βελ. χ 185).
- α) Επιχειρώ:
- 2) Χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι:
- να ’πιχειρίζονται (ενν. οι γυναίκες) την ρόκα και λινάρι (Ιστ. Βλαχ. 706)·
- μετά επιχερίσματος η κόρη επιτηδείου … επιχειρίζεται τους φυλακάτοράς μου (Λίβ. Esc. 3536).
- 3) Επεμβαίνω:
- να μην θέλει να επιχειρίζεται εις τα βασιλικά πράγματα (Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών σμη´).
- 4) Συναναστρέφομαι:
- να επιχειρίζεται με αφεντάδες (Σουμμ., Ρεμπελ. 186).
[μτγν. επιχειρίζομαι (L‑S, λ. ‑ίζω ΙΙ· βλ. και Steph., λ. ‑ίζω). Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. (Μπασέα-Μπεζαντάκου 1996: 196)]
- 1)