Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιφύλαξη η [epifílaksi] Ο33 : 1.άποψη ή γενικά συμπεριφορά που δηλώνει έλλειψη απόλυτης επιδοκιμασίας ή συμφωνίας με κπ., δισταγμός ή αμφιβολία σχετικά με κτ.: Θαυμάζω / αγαπώ / δέχομαι κτ. χωρίς ~. Έχω / διατηρώ τις επιφυλάξεις μου. Mε κάθε ~. Yποχρεώθηκα να τον ακολουθήσω παρά τις επιφυλάξεις μου. 2. (νομ.) μονομερής δήλωση με την οποία κάποιος περιορίζει την ισχύ των υποχρεώσεών του, οι οποίες πηγάζουν από ορισμένη δικαιοπραξία: Nόμιμη / γραπτή ~. Mε την ~ για την άσκηση κάθε νόμιμου δικαιώματος. H ~ της κυριότητας ενός αντικειμένου, που ισχύει ως την πλήρη εξόφλησή του.
[λόγ. επιφυλακ- (επιφυλάσσω) -σις > -ση]