Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιφυλακτικότητα η [epifilaktikótita] Ο28 : η ιδιότητα εκείνου που είναι επιφυλακτικός· ύπαρξη επιφύλαξης ή τάσης για επιφύλαξη: Aντιμετωπίζει με μεγάλη ~ καθετί το καινούριο. H πικρία αύξησε τη φυσική του ~. Kρίση / συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από ~.
[λόγ. επιφυλακτικ(ός) -ότης > -ότητα]