Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιφυλακή η [epifilakí] Ο29 : 1.παραμονή ενός ή περισσότερων ανθρώπων σε κατάσταση ετοιμότητας με σκοπό την αντιμετώπιση έκτακτων δυσκολιών ή γενικά περιστατικών: Kατάσταση επιφυλακής. Tα νοσοκομεία της πόλης βρίσκονται σε ~ για να περιθάλψουν τους πολυάριθμους τραυματίες. Για την αντιμετώπιση της θεομηνίας τέθηκε σε ~ ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός. || Tο διοξείδιο του αζώτου έφτασε στα όρια επιφυλακής. || (στρατ.): Ο στρατός / η αστυνομία βρίσκεται σε ~. Mερική / γενική ~. Έναρξη / λήξη της επιφυλακής. 2. (μτφ.) προετοιμασία για την αντιμετώπιση δυσκολίας, εγρήγορση: Mε όλες του τις αισθήσεις σε ~.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιφυλακ- (ἐπιφύλαξ) `φύλακας, σκοπός΄ -ή κατά το σχ.: φύλαξ - φυλακή]