Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιφυλάσσω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιφυλάσσω [epifiláso] -ομαι Ρ2.2 : 1α.προετοιμάζω κτ. και το προορίζω για κπ.: Έρχεται στην πόλη μας ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας· του επιφυλάσσεται θριαμβευτική υποδοχή. ~ εκπλήξεις σε κπ. β. ορίζω ή προορίζω κτ. για κπ.: Ποιος ξέρει τι μας επιφυλάσσει η μοίρα! Tο σύνταγμα επιφυλάσσει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας το δικαίωμα να απονέμει χάρη σε καταδίκους. ~ στον / για τον εαυτό μου κτ., το διατηρώ: Ο συγγραφέας επιφυλάσσει στον εαυτό του το δικαίωμα ανατύπωσης αυτού του βιβλίου. 2. (παθ.) α. αποφεύγω να κάνω κτ. τώρα σκοπεύοντας να ενεργήσω αργότερα και ιδίως σε κατάλληλο χρόνο: Επιφυλάσσομαι να απαντήσω / να ανταποδώσω κτ. β. ασκώ νόμιμη επιφύλαξη: Επιφυλάσσομαι για κτ. Tο δικαστήριο επιφυλάσσεται (να εκδώσει απόφαση). Επιφυλασσόμενος για κάθε νόμιμο δικαίωμά μου.

[λόγ. < αρχ. ἐπιφυλάσσω `επιτηρώ΄ σημδ. γαλλ. réserver]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες