Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιφορτίζω [epifortízo] -ομαι Ρ2.1 : αναθέτω σε κπ. να κάνει κτ.: Ο διευθυντής με επιφόρτισε να σας ανακοινώσω ότι
Είμαι επιφορτισμένος με δυσάρεστα καθήκοντα.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιφορτίζω `παραφορτώνω΄ σημδ. γαλλ. charger ή ιταλ. incaricare]