Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιφέρω [epiféro] -εται Ρ πρτ. και αόρ. επέφερα, απαρέμφ. επιφέρει (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : προξενώ, προκαλώ κτ.: H υποτίμηση της δραχμής θα επιφέρει αναστάτωση στην οικονομική ζωή. Οι καταρρακτώδεις βροχές επέφεραν τεράστιες καταστροφές στις καλλιέργειες. || Ο υπουργός επέφερε ορισμένες τροποποιήσεις / αλλαγές / βελτιώσεις στο νομοσχέδιο.
[λόγ. < αρχ. ἐπιφέρω]
[Λεξικό Κριαρά]
- επιφέρω.
-
- I. Ενεργ.
- 1) Έχω ή φέρνω μαζί μου:
- (Φυσιολ. (Legr.) 755), (Διήγ. πόλ. Θεοδ. 7).
- 2) Προκαλώ:
- Μη φείδου κάκωσιν και συ της τύχης επιφέρων (Καλλίμ. 478).
- 1) Έχω ή φέρνω μαζί μου:
- II. (Μέσ.) έχω επάνω μου:
- (Διγ. Z 3950).
[αρχ. επιφέρω. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- I. Ενεργ.