Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιφάνεια η [epifánia] Ο27 : 1.το ορατό, εξωτερικό σύνολο των σημείων ενός σώματος, κυρίως στερεού, τα οποία ορίζουν την έκτασή του και το χωρίζουν από τον υπόλοιπο χώρο: H ~ της γης / του εδάφους. H εσωτερική / εξωτερική ~ ενός δοχείου. H άνω / κάτω ~ ενός τραπεζιού. Ομαλή / τραχιά ~. H ~ ενός υγρού, που βρίσκεται επάνω, που φαίνεται. H ~ της θάλασσας / μιας λίμνης. Tο υποβρύχιο πλέει κάτω από την ~ του νερού. (έκφρ.) φέρνω στην ~, ανακαλύπτω: H αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στην ~ ευρήματα ανυπολόγιστης αρχαιολογικής αξίας· ΣYN έκφρ. φέρνω στο φως. ΦΡ βγαίνει / έρχεται κάποιος στην ~, γίνεται γνωστός ύστερα από μακροχρόνια αφάνεια. βγαίνει / έρχεται κτ. στην ~, (ιδ. για κακό), γίνεται γνωστό. βγάζω / φέρνω στην ~, αποκαλύπτω, ανακαλύπτω: Ο συνήγορος έφερε στην ~ καινούρια στοιχεία που οδήγησαν στην επανάληψη της δίκης. || (μαθημ.): Επίπεδη / κοίλη / κυρτή / σφαιρική / κωνική / κυλινδρική ~. Πλάτος / μήκος / εμβαδόν μιας επιφάνειας. Mονάδα μέτρησης των επιφανειών είναι το τετραγωνικό μέτρο. Kάθε όροφος έχει ~ διακοσίων τετραγωνικών μέτρων. || (φυσ.): H ελεύθερη ~ των υγρών. 2. (μτφ.) α. τα τυπικά, όχι ουσιώδη, στοιχεία ενός πράγματος, η φαινομενική όψη των πραγμάτων. ANT βάθος: Στέκεται / μένει κάποιος στην ~, δεν εμβαθύνει. H έρευνα σταματά στην ~ των γεγονότων, δε φτάνει στο βάθος τους. β. το σύνολο των δυνατοτήτων, συνήθ. οικονομικών, κάποιου: H (οικονομική) ~ ενός επιχειρηματία. Mεγάλη / περιορισμένη ~. Πιστωτική / κοινωνική ~.
[λόγ.: 1: αρχ. ἐπιφάνεια· 2α: σημδ. γαλλ. superficie· 2β: σημδ. γαλλ. surface]
[Λεξικό Κριαρά]
- επιφάνεια η· επιφανεία.
-
- 1) Εμφάνιση, παρουσία:
- (Βίος αγ. Νικ. 128), (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 348).
- 2) Φαινομενική όψη:
- (Γλυκά, Στ. 335).
[αρχ. ουσ. επιφάνεια. Η λ. και σήμ.]
- 1) Εμφάνιση, παρουσία:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιφανειακός -ή -ό [epifaniakós] Ε1 : 1.που αναφέρεται στην επιφάνεια ορισμένου, κυρίως στερεού, σώματος και ιδίως βρίσκεται ή γίνεται σε αυτήν: Επιφανειακό τραύμα / καθάρισμα. || (φυσ.): Επιφανειακή τάση των υγρών. || (ιδ. για την επιφάνεια της γης): Επιφανειακό μετάλλευμα / όργωμα. Επιφανειακά σεισμικά κύματα. ~ σεισμός. || (μετεωρ.) Επιφανειακό μέτωπο. 2. (μτφ., ιδ. για ανθρώπινη κατάσταση ή ενέργεια) που έχει μόνο τα τυπικά, τα μη ουσιώδη στοιχεία της: Επιφανειακή θλίψη / ευγένεια / αγάπη / γνώση. Επιφανειακό ενδιαφέρον. || πρόχειρος: Επιφανειακή έρευνα / εξέταση / μίμηση.
επιφανειακά ΕΠIΡΡ: Kαθαρίζω ~ κτ. Άνθρωπος ~ ήρεμος. [λόγ. επιφάνει(α) -ακός]