Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιτόπιος -α -ο [epitópios] Ε6 : 1.που γίνεται επιτόπου, στην ίδια θέση ή περιοχή: Διατάχτηκε επιτόπια έρευνα. Προϊόντα για επιτόπια κατανάλωση. 2. (λόγ.) τοπικός.
επιτόπια & (λόγ.) επιτοπίως ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἐπιτόπιος· λόγ. < μσν. επιτοπίως < επιτόπι(ος) -ως]